- απωστός
- βλ. απωθώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπωστός — thrust masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωστόν — ἀπωστός thrust masc acc sg ἀπωστός thrust neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωστοί — ἀπωστός thrust masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απωθώ — (AM ἀπωθῶ έω) [ωθώ] 1. ωθώ προς τα πίσω, απομακρύνω 2. δεν δέχομαι, αρνούμαι νεοελλ. προκαλώ απέχθεια, είμαι αποκρουστικός αρχ. Ι. 1. διώχνω, εκβάλλω 2. παρασύρω μακριά 3. παραμερίζω, περιφρονώ II. ( ούμαι) 1. αποκρούω, απομακρύνω από τον εαυτό… … Dictionary of Greek